τύμβος

τύμβος
τύμβος (-ος, -ῳ, -ον.)
1 tomb (Πέλοψ) τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ at Olympia O. 1.93 σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος at Thebes, where were held the Herakleia or Iolaeia O. 9.99 Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον (cf. fr. 169. 47—9) N. 4.20 τοὶ δ' ἔναντα στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ· ἔνθεν ἁρπάξαντες ἄγαλμ Ἀίδα, ξεστὸν

πέτρον, ἔμβαλον στέρνῳ Πολυδεύκεος N. 10.66


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τύμβος — sepulchral mound masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβος — Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να …   Dictionary of Greek

  • τύμβος — ο 1. μικρό ύψωμα χώματος πάνω σε τάφο, τούμπα. 2. μεγαλόπρεπος τάφος, μεγαλόπρεπο μνημείο: Ο τύμβος των πεσόντων στη μάχη. 3. επιτάφια πλάκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλεξαντρόπολ, τύμβος — Σκυθικός βασιλικός τύμβος, από τους πλουσιότερους που έχουν έρθει στο φως. Βρέθηκε το 1852 στη Νικόπολη της Ουκρανίας και ανάγεται στον 3ο αι. π.Χ. Ο τύμβος είχε συληθεί από τα αρχαία χρόνια. Οι αρχαιολογικές έρευνες μαρτυρούν ότι o νεκρός… …   Dictionary of Greek

  • τύμβε — τύμβος sepulchral mound masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοι — τύμβος sepulchral mound masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοιο — τύμβος sepulchral mound masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοις — τύμβος sepulchral mound masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοισι — τύμβος sepulchral mound masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβοισιν — τύμβος sepulchral mound masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμβον — τύμβος sepulchral mound masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”